ἐπιμύλιος

ἐπιμύλιος
ἐπιμύλιος
at
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιμύλιος — ἐπιμύλιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στον μύλο αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μυλόπετρα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμύλιον η πάνω μυλόπετρα 3. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδή), τὸ ἐπιμύλιον (ἆσμα) τραγούδι που …   Dictionary of Greek

  • ἐπιμύλιον — ἐπιμύλιος at masc/fem acc sg ἐπιμύλιος at neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμυλίου — ἐπιμύλιος at masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμυλίῳ — ἐπιμύλιος at masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμύλια — ἐπιμύλιος at neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμύλιοι — ἐπιμύλιος at masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CANTILENA Rollandi — apud Wilhelmum Malmesbur. de gestis Regum Anglor. l. 3. Albericum Matthaeum Paris. Matthaeum Westmonaster. Alios, A. C. 1066. de Wilhelmo Notho, ad proelium contra Hataldum sese apparante: Tunc Cantilena Rollandi inchoata, ut Martium viri… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιμυλίδιος — ἐπιμυλίδιος, ον (Α) ο επιμύλιος …   Dictionary of Greek

  • εύνοστος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηλιέα και της Σκιάδας, που τον λάτρευαν κυρίως στην Τανάγρα ως προστάτη των ποντοπόρων από τις τρικυμίες αλλά και των στεριανών από τους σεισμούς και την ξηρασία. Τον είχε αναθρέψει η νύμφη Ευνόστη και τον αγάπησε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”